- ἐξαπιναίως
- ἐξαπίναιοςadverbialἐξαπίναιοςmasc acc pl (doric)ἐξαπίναιοςadverbialἐξαπίναιοςmasc/fem acc pl (doric)ἐξαπιναῖοςadverbialἐξαπιναῖοςmasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαπίναιος — ἐξαπίναιος, α, ον και ἐξαπιναῑος, α, ον και ἐξαπίναῑος, ον (Α) [εξαπίνης] αιφνίδιος, ξαφνικός («ἐξαπιναίαις συμφοραῑς», Δίων Κάσσ.). επίρρ... ἐξαπιναίως αιφνίδια, ξαφνικά … Dictionary of Greek
ՅԵՂԱԿԱՐԾ — ( ) NBH 2 0353 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 9c, 10c, 11c, 12c մ. եւ ա. ՅԵՂԱԿԱՐԾ ՅԵՂԱԿԱՐԾՈՒՄ. եւ այլն. ἑξαπιναίως praeter opinionem vel expectationem, ex improviso, subito ἑξαπίναος inopinatus, inexpectatus, subitaneus. Յանկարծ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)